- μικροπρεπεῖς
- μῑκροπρεπεῖς , μικροπρεπήςpettymasc/fem acc plμῑκροπρεπεῖς , μικροπρεπήςpettymasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομηρομάστιξ — ὁμηρομάστιξ, ιγος, ὁ (ΑΜ) μσν. στον πληθ. οἱ ὁμηρομάστιγες οι επικριτές τού Ομήρου αρχ. προσωνυμία που αποδόθηκε στον γραμματικό Ζωίλο για τις μικροπρεπείς επικρίσεις του σχετικά με τα ομηρικά έπη και για τα σκώμματα που διατύπωσε για τον ποιητή… … Dictionary of Greek
χθαμαλός — ή, ό / χθαμαλός, ή, όν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (συν. για έδαφος) χαμηλός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χθαμαλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων αρχ. 1. μτφ. ποταπός, μηδαμινός, τιποτένιος («χθαμαλοὶ καὶ μικροπρεπεῑς», Θεμίστ.) 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek